Η Ελλάδα έχει το προνόμιο να είναι μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως ονομάζονταν τότε, από το 1980 και μέλος της ζώνης του ευρώ από τις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας έλαβε κοινοτικά κονδύλια ύψους δεκάδων δισ. ευρώ σε διάφορες μορφές τις προηγούμενες δεκαετίες.
Αρκετά απ’ αυτά αξιοποιήθηκαν για να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο του μέσου Έλληνα είτε υπό τη μορφή επιδοτήσεων, π.χ. αγρότες, είτε με άλλους τρόπους, π.χ. έργα υποδομής κ.λπ.
Όμως, πολλά δισ. ευρώ κατασπαταλήθηκαν γιατί κατευθύνθηκαν σε δράσεις ή άλλους σκοπούς που δεν συνέβαλαν σημαντικά στην αύξηση του εθνικού εισοδήματος.
Η είσοδος της χώρας στην ευρωζώνη πρόσφερε στους Έλληνες ένα σταθερό νόμισμα και χαμηλά επιτόκια που δεν είχαν δει γενεές επί γενεών.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η χώρα στερήθηκε τα εργαλεία της ...
Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας έλαβε κοινοτικά κονδύλια ύψους δεκάδων δισ. ευρώ σε διάφορες μορφές τις προηγούμενες δεκαετίες.
Αρκετά απ’ αυτά αξιοποιήθηκαν για να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο του μέσου Έλληνα είτε υπό τη μορφή επιδοτήσεων, π.χ. αγρότες, είτε με άλλους τρόπους, π.χ. έργα υποδομής κ.λπ.
Όμως, πολλά δισ. ευρώ κατασπαταλήθηκαν γιατί κατευθύνθηκαν σε δράσεις ή άλλους σκοπούς που δεν συνέβαλαν σημαντικά στην αύξηση του εθνικού εισοδήματος.
Η είσοδος της χώρας στην ευρωζώνη πρόσφερε στους Έλληνες ένα σταθερό νόμισμα και χαμηλά επιτόκια που δεν είχαν δει γενεές επί γενεών.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η χώρα στερήθηκε τα εργαλεία της ...
νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής που πέρασαν στα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στη Φρανκφούρτη.
Τα μοναδικά εργαλεία άσκησης οικονομικής πολιτικής που παρέμειναν στα χέρια της Αθήνας ήταν η δημοσιονομική πολιτική και εν μέρει η πολιτική του προσδιορισμού των εισοδημάτων στη δημόσια διοίκηση.Όλοι πλέον γνωρίζουμε ότι η χρησιμοποίηση και των δύο εργαλείων πολιτικής δεν έγινε με τον καλύτερο τρόπο.
Όπως επίσης γνωρίζουμε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις όπου μια χώρα δεν έχει την ευχέρεια να υποτιμήσει το εθνικό της νόμισμα για να ενισχύσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της οφείλει να εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις ώστε να έχει το ίδιο αποτέλεσμα.
Κάποιες μεταρρυθμίσεις έγιναν την προηγούμενη δεκαετία, π.χ. πλήρης απελευθέρωση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και των τηλεπικοινωνιών, αποκρατικοποιήσεις και ιδιωτικοποιήσεις, όπως της Ολυμπιακής.
Όμως, δεν άγγιξαν «άρρωστα» όργανα του συστήματος, όπως οι ΔΕΚΟ, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, η ευελιξία στην αγορά εργασίας και άλλα.
Φυσικά, δεν φταίει το ευρώ που δεν έγιναν αρκετά από τα ανωτέρω, αλλά το περίφημο πολιτικό κόστος που καθοδηγούσε τις πολιτικές και τις πράξεις των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας.
Στην παρούσα συγκυρία, ο βαθμός δυσκολίας για την αποφυγή του μοιραίου από την Ελλάδα έχει αυξηθεί.
Από τη μια πλευρά, επίκεινται νέες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τη Moody’s, τη Fitch και την S&P και από την άλλη συνεχίζεται η αναταραχή στις αγορές ομολόγων του ευρωπαϊκού Νότου, π.χ. την Πορτογαλία όπου χθες η απόδοση του 10ετούς ομολόγου ακούμπησε το 7%.
Παρ’ όλα αυτά, είναι μάλλον απίθανο να αφεθεί η Ελλάδα στη μοίρα της από τους ισχυρούς της ευρωζώνης στο μέτρο όπου συνεχίζει να εφαρμόζει σε μεγάλο βαθμό τα συμφωνηθέντα με την τρόικα ακόμη κι αν δεν πετυχαίνει τους στόχους, π.χ. για το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης το 2010.
Τόσο η ΕΚΤ όσο και οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, έχουν δείξει στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν ότι προστρέχουν σε βοήθεια έστω και υπό αυστηρούς όρους.
Ας μην ξεχνάμε ότι η ΕΚΤ άλλαξε τους κανόνες αποδοχής τιτλοποιήσεων και κρατικών ομολόγων ως ενέχυρα για την παροχή χρηματοδότησης προς τις τράπεζες όταν διαπίστωσε ότι η Ελλάδα κινδύνευε να ξεμείνει από ρευστό λόγω των συνεχών υποβαθμίσεων.
Επομένως, είναι λογικό να περιμένει κανείς ότι θα συνεχίσουν να κάνουν το ίδιο τις επόμενες εβδομάδες και μήνες.
Κοινώς, η ΕΚΤ να προσφέρει ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες έστω και αν δεν της αρέσει και το ποσό ξεπεράσει αρκετά τα 95 δισ. ευρώ περίπου που είχαν δανειστεί μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου.
Και η Γερμανία να ευθυγραμμιστεί στο τέλος με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις υπόλοιπες χώρες δίνοντας το πράσινο φως για την επιμήκυνση της αποπληρωμής του δανείου των 110 δισ. ευρώ προς τη χώρα.
Εκείνο όμως για το οποίο κανείς δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα είναι κάτι άλλο και αφορά αποκλειστικά στους Έλληνες.
Αναφερόμαστε ασφαλώς στις καταθέσεις στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα που μειώνονται αισθητά τις τελευταίες εβδομάδες, σύμφωνα με τραπεζίτες.
Ο κυριότερος λόγος είναι η αβεβαιότητα που υπάρχει για το μέλλον της χώρας και τα διάφορα σενάρια για «κούρεμα» των ομολόγων και επιστροφή στη δραχμή, που προκαλούν ανησυχία και εκροές στο εξωτερικό.
Συνδεόμενη εν μέρει μ’ αυτόν είναι επίσης η αίσθηση ότι το περιβόητο τραπεζικό απόρρητο δεν ισχύει πλέον στην Ελλάδα και μπορούν οι επίσημες αρχές, αν το θελήσουν επικαλούμενες κάποιο ευλογοφανές πρόσχημα, να ανοίγουν τραπεζικούς λογαριασμούς.
Ένας άλλος λόγος είναι, ως γνωστόν, η απόσυρση καταθέσεων για την κάλυψη (εισαγόμενων) καταναλωτικών και άλλων αναγκών σε μια περίοδο όπου το κόστος ζωής έχει αυξηθεί, τα εισοδήματα πιέζονται και η ανεργία αυξάνεται.
Η μείωση των καταθέσεων από τα εγχώρια νοικοκυριά και επιχειρήσεις είναι μέχρι στιγμής διαχειρίσιμη χάρη στις κρατικές εγγυήσεις που αποδέχεται η ΕΚΤ.
Όμως, οι κρατικές εγγυήσεις δεν μπορούν να αυξάνονται επ’ άπειρον για να καλύψουν τη μείωση των καταθέσεων και η ΕΚΤ να τις αποδέχεται.
Παρότι τα πράγματα έχουν δυσκολέψει, η κατάσταση παραμένει υπό έλεγχο αν πιστέψουμε τους ιθύνοντες.
Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί όμως τι θα γίνει αν για τον οποιοδήποτε λόγο ή λόγους υπάρξει τσουνάμι απόσυρσης καταθέσεων.
Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο λόγο, ο τελευταίος συνιστά τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τη χώρα.
Όσον αφορά στη λύση, αυτή είναι γνωστή, αλλά στην προκειμένη περίπτωση έχει δύο σκέλη, από τα οποία το ένα τουλάχιστον ξεφεύγει σε μεγάλο βαθμό από τα στενά ελληνικά σύνορα.
Ο μεγαλύτερος πιθανός εχθρός βρίσκεται λοιπόν εντός των πυλών.
Dr. Money
Τα μοναδικά εργαλεία άσκησης οικονομικής πολιτικής που παρέμειναν στα χέρια της Αθήνας ήταν η δημοσιονομική πολιτική και εν μέρει η πολιτική του προσδιορισμού των εισοδημάτων στη δημόσια διοίκηση.Όλοι πλέον γνωρίζουμε ότι η χρησιμοποίηση και των δύο εργαλείων πολιτικής δεν έγινε με τον καλύτερο τρόπο.
Όπως επίσης γνωρίζουμε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις όπου μια χώρα δεν έχει την ευχέρεια να υποτιμήσει το εθνικό της νόμισμα για να ενισχύσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της οφείλει να εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις ώστε να έχει το ίδιο αποτέλεσμα.
Κάποιες μεταρρυθμίσεις έγιναν την προηγούμενη δεκαετία, π.χ. πλήρης απελευθέρωση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και των τηλεπικοινωνιών, αποκρατικοποιήσεις και ιδιωτικοποιήσεις, όπως της Ολυμπιακής.
Όμως, δεν άγγιξαν «άρρωστα» όργανα του συστήματος, όπως οι ΔΕΚΟ, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, η ευελιξία στην αγορά εργασίας και άλλα.
Φυσικά, δεν φταίει το ευρώ που δεν έγιναν αρκετά από τα ανωτέρω, αλλά το περίφημο πολιτικό κόστος που καθοδηγούσε τις πολιτικές και τις πράξεις των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας.
Στην παρούσα συγκυρία, ο βαθμός δυσκολίας για την αποφυγή του μοιραίου από την Ελλάδα έχει αυξηθεί.
Από τη μια πλευρά, επίκεινται νέες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τη Moody’s, τη Fitch και την S&P και από την άλλη συνεχίζεται η αναταραχή στις αγορές ομολόγων του ευρωπαϊκού Νότου, π.χ. την Πορτογαλία όπου χθες η απόδοση του 10ετούς ομολόγου ακούμπησε το 7%.
Παρ’ όλα αυτά, είναι μάλλον απίθανο να αφεθεί η Ελλάδα στη μοίρα της από τους ισχυρούς της ευρωζώνης στο μέτρο όπου συνεχίζει να εφαρμόζει σε μεγάλο βαθμό τα συμφωνηθέντα με την τρόικα ακόμη κι αν δεν πετυχαίνει τους στόχους, π.χ. για το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης το 2010.
Τόσο η ΕΚΤ όσο και οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, έχουν δείξει στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν ότι προστρέχουν σε βοήθεια έστω και υπό αυστηρούς όρους.
Ας μην ξεχνάμε ότι η ΕΚΤ άλλαξε τους κανόνες αποδοχής τιτλοποιήσεων και κρατικών ομολόγων ως ενέχυρα για την παροχή χρηματοδότησης προς τις τράπεζες όταν διαπίστωσε ότι η Ελλάδα κινδύνευε να ξεμείνει από ρευστό λόγω των συνεχών υποβαθμίσεων.
Επομένως, είναι λογικό να περιμένει κανείς ότι θα συνεχίσουν να κάνουν το ίδιο τις επόμενες εβδομάδες και μήνες.
Κοινώς, η ΕΚΤ να προσφέρει ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες έστω και αν δεν της αρέσει και το ποσό ξεπεράσει αρκετά τα 95 δισ. ευρώ περίπου που είχαν δανειστεί μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου.
Και η Γερμανία να ευθυγραμμιστεί στο τέλος με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις υπόλοιπες χώρες δίνοντας το πράσινο φως για την επιμήκυνση της αποπληρωμής του δανείου των 110 δισ. ευρώ προς τη χώρα.
Εκείνο όμως για το οποίο κανείς δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα είναι κάτι άλλο και αφορά αποκλειστικά στους Έλληνες.
Αναφερόμαστε ασφαλώς στις καταθέσεις στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα που μειώνονται αισθητά τις τελευταίες εβδομάδες, σύμφωνα με τραπεζίτες.
Ο κυριότερος λόγος είναι η αβεβαιότητα που υπάρχει για το μέλλον της χώρας και τα διάφορα σενάρια για «κούρεμα» των ομολόγων και επιστροφή στη δραχμή, που προκαλούν ανησυχία και εκροές στο εξωτερικό.
Συνδεόμενη εν μέρει μ’ αυτόν είναι επίσης η αίσθηση ότι το περιβόητο τραπεζικό απόρρητο δεν ισχύει πλέον στην Ελλάδα και μπορούν οι επίσημες αρχές, αν το θελήσουν επικαλούμενες κάποιο ευλογοφανές πρόσχημα, να ανοίγουν τραπεζικούς λογαριασμούς.
Ένας άλλος λόγος είναι, ως γνωστόν, η απόσυρση καταθέσεων για την κάλυψη (εισαγόμενων) καταναλωτικών και άλλων αναγκών σε μια περίοδο όπου το κόστος ζωής έχει αυξηθεί, τα εισοδήματα πιέζονται και η ανεργία αυξάνεται.
Η μείωση των καταθέσεων από τα εγχώρια νοικοκυριά και επιχειρήσεις είναι μέχρι στιγμής διαχειρίσιμη χάρη στις κρατικές εγγυήσεις που αποδέχεται η ΕΚΤ.
Όμως, οι κρατικές εγγυήσεις δεν μπορούν να αυξάνονται επ’ άπειρον για να καλύψουν τη μείωση των καταθέσεων και η ΕΚΤ να τις αποδέχεται.
Παρότι τα πράγματα έχουν δυσκολέψει, η κατάσταση παραμένει υπό έλεγχο αν πιστέψουμε τους ιθύνοντες.
Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί όμως τι θα γίνει αν για τον οποιοδήποτε λόγο ή λόγους υπάρξει τσουνάμι απόσυρσης καταθέσεων.
Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο λόγο, ο τελευταίος συνιστά τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τη χώρα.
Όσον αφορά στη λύση, αυτή είναι γνωστή, αλλά στην προκειμένη περίπτωση έχει δύο σκέλη, από τα οποία το ένα τουλάχιστον ξεφεύγει σε μεγάλο βαθμό από τα στενά ελληνικά σύνορα.
Ο μεγαλύτερος πιθανός εχθρός βρίσκεται λοιπόν εντός των πυλών.
Dr. Money
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου