Στις κρίσιμες ημέρες που περνάει ο τόπος, δύο είναι οι κατηγορίες των άρθρων που βλέπουν το φως της δημοσιότητας: τα θετικά και αισιόδοξα από τη μια, και από την άλλη, τα αρνητικά. Τα γραπτά μου πάντοτε -από ψυχικό τόνο περισσότερο, παρά από επιχειρηματολογημένη σκέψη- ανήκουν, ομολογώ, στη δεύτερη.
Μάλιστα, με το ευχολόγιο του ...
χθεσινού μου κειμένου για το Διάβολο που φοράει Prada, περιέγραψα θαρρώ εκτός από τους επαγγελματίες της αισιοδοξίας, όπως τους αποκάλεσα, και τους ερασιτέχνες του πεσιμισμού στους οποίους ανήκω.
Αναπτύσσοντας μάλιστα την ψυχαναλυτική θέση για το ανυπόφορο πραγματικό (τσουνάμι, οικονομική κρίση) έπεφτα στην παγίδα που έστησα ο ίδιος στον εαυτό μου. Υποστηρίζοντας πως, εφόσον δεν υπάρχει γλώσσα για να πεις το τρομερό, τη στιγμή που το ισχυρίζεσαι, εγκαθιστάς ανάμεσα στη γλώσσα και στο Πράγμα, την μεταγλώσσα της άρνησής σου.
Ανακοινώνεις έτσι αυτό που δεν μπορείς να πεις, παρότι καμία ανακοίνωση δεν λέει ακριβώς ό,τι θα ήθελε να ανακοινώσει. Και ομολογώ πως αυτή η άρνηση και η πεποίθηση ότι δεν υπάρχει εντέλει μεταγλώσσα δεν με παρασύρει απλώς σ' έναν λυρικό πεσιμισμό αλλά και στον πραγματισμό που καταμαρτυρώ στους αισιόδοξους της χρήσιμης, ορθής σκέψης, αλλά υπό όρους. Διότι, επιτέλους, όλοι οφείλουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα «πώς γίνεται και προχωράει η Ιστορία». Και αν έλεγα «με ρήξεις», ο αναγνώστης μου δικαιολογημένα θα έλεγε: «κι εσύ τι κάνεις;»
Συνεχίζω να ανακοινώνω μια αλήθεια χωρίς να την παραχωρώ σε μια ιστορική διαδικασία επαναφομοίωσής της και δίχως να την εξωραΐζω. Διότι μόνον ως διανοητική ακροβασία έχει ακόμη κάποια σχέση με το τρομερό. Συνεχίζω λοιπόν, όχι μόνο γιατί οφείλω να απαντώ με τον τρόπο μου στα αδιέξοδα του Διαφωτισμού και τις απορίες του Καντ, αλλά και διότι αυτός ο αρνητικός αντίλογος είναι νομίζω από μόνος του αντίσταση σε ό,τι επιβάλλει η θετικότητα.
Αν σήμερα οι διανοούμενοι παροτρύνουν προς τη θετικότητα, αυτό άραγε δεν σημαίνει ότι «απαιτείται η ενθάρρυνση της κοινωνικής αυθεντίας για να μπορέσει η σκέψη να εθιστεί στην θετικότητα». Δηλαδή, περίπου, για να δοθεί η άδεια στη σκέψη να σκεφθεί και να δημοσιευθεί;
Φοβούμαι πως οι παραστάτες αυτής της κοινωνίας που έχει γίνει σύστημα, οι προστάτες του θετικού, «ατιμώρητα μπορούν να ποζάρουν ως εκπρόσωποι μιας ελεύθερης σκέψης» και, υπό την επιταγή αυτής της αυτάρκειας, να «επιβάλλουν στη σκέψη την ποινή της βλακείας». Ο Αντόρνο έχει δίκιο: «καμία θεωρία δεν ξεφεύγει από την αγορά: η καθεμία προσφέρεται ως δυνατή ανάμεσα στις ανταγωνιζόμενες απόψεις, όλες θέτουν υποψηφιότητα, όλες καταπίνονται».
Μάλιστα, με το ευχολόγιο του ...
χθεσινού μου κειμένου για το Διάβολο που φοράει Prada, περιέγραψα θαρρώ εκτός από τους επαγγελματίες της αισιοδοξίας, όπως τους αποκάλεσα, και τους ερασιτέχνες του πεσιμισμού στους οποίους ανήκω.
Αναπτύσσοντας μάλιστα την ψυχαναλυτική θέση για το ανυπόφορο πραγματικό (τσουνάμι, οικονομική κρίση) έπεφτα στην παγίδα που έστησα ο ίδιος στον εαυτό μου. Υποστηρίζοντας πως, εφόσον δεν υπάρχει γλώσσα για να πεις το τρομερό, τη στιγμή που το ισχυρίζεσαι, εγκαθιστάς ανάμεσα στη γλώσσα και στο Πράγμα, την μεταγλώσσα της άρνησής σου.
Ανακοινώνεις έτσι αυτό που δεν μπορείς να πεις, παρότι καμία ανακοίνωση δεν λέει ακριβώς ό,τι θα ήθελε να ανακοινώσει. Και ομολογώ πως αυτή η άρνηση και η πεποίθηση ότι δεν υπάρχει εντέλει μεταγλώσσα δεν με παρασύρει απλώς σ' έναν λυρικό πεσιμισμό αλλά και στον πραγματισμό που καταμαρτυρώ στους αισιόδοξους της χρήσιμης, ορθής σκέψης, αλλά υπό όρους. Διότι, επιτέλους, όλοι οφείλουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα «πώς γίνεται και προχωράει η Ιστορία». Και αν έλεγα «με ρήξεις», ο αναγνώστης μου δικαιολογημένα θα έλεγε: «κι εσύ τι κάνεις;»
Συνεχίζω να ανακοινώνω μια αλήθεια χωρίς να την παραχωρώ σε μια ιστορική διαδικασία επαναφομοίωσής της και δίχως να την εξωραΐζω. Διότι μόνον ως διανοητική ακροβασία έχει ακόμη κάποια σχέση με το τρομερό. Συνεχίζω λοιπόν, όχι μόνο γιατί οφείλω να απαντώ με τον τρόπο μου στα αδιέξοδα του Διαφωτισμού και τις απορίες του Καντ, αλλά και διότι αυτός ο αρνητικός αντίλογος είναι νομίζω από μόνος του αντίσταση σε ό,τι επιβάλλει η θετικότητα.
Αν σήμερα οι διανοούμενοι παροτρύνουν προς τη θετικότητα, αυτό άραγε δεν σημαίνει ότι «απαιτείται η ενθάρρυνση της κοινωνικής αυθεντίας για να μπορέσει η σκέψη να εθιστεί στην θετικότητα». Δηλαδή, περίπου, για να δοθεί η άδεια στη σκέψη να σκεφθεί και να δημοσιευθεί;
Φοβούμαι πως οι παραστάτες αυτής της κοινωνίας που έχει γίνει σύστημα, οι προστάτες του θετικού, «ατιμώρητα μπορούν να ποζάρουν ως εκπρόσωποι μιας ελεύθερης σκέψης» και, υπό την επιταγή αυτής της αυτάρκειας, να «επιβάλλουν στη σκέψη την ποινή της βλακείας». Ο Αντόρνο έχει δίκιο: «καμία θεωρία δεν ξεφεύγει από την αγορά: η καθεμία προσφέρεται ως δυνατή ανάμεσα στις ανταγωνιζόμενες απόψεις, όλες θέτουν υποψηφιότητα, όλες καταπίνονται».
Τον ακολουθώ κατά γράμμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου